ἐπιχρίει

ἐπιχρίει
ἐπιχρί̱ει , ἐπιχρίω
anoint
pres ind mp 2nd sg
ἐπιχρί̱ει , ἐπιχρίω
anoint
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αμμοκονιαστής — ο [*αμμοκονιώ ( άω)] τεχνίτης που επιχρίει τους τοίχους με αμμοκονίαμα, σοβατζής …   Dictionary of Greek

  • ευχέλαιο — Χριστιανικό μυστήριο, στο οποίο ο ιερέας αλείφει με λάδι τους ασθενείς και επικαλείται τη θεία χάρη για τη θεραπεία των σωματικών ή ψυχικών ασθενειών τους. Η Δυτ. Καθολική Εκκλησία, από τον 12o αι., δίνει το ε. μόνο στους ετοιμοθάνατους. Οι… …   Dictionary of Greek

  • κονιατής — και κονιαστής, ο (Α κονιάτης και κονιατήρ) εργάτης ειδικός στις επιχρίσεις με κονίαμα, αυτός που γυψώνει ή επιχρίει με πηλό, σοβατζής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κονιῶ. Ο τ. κονιατήρ < κονιῶ + επίθημα τήρ (πρβλ. κρα τήρ, στα τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • λευκωτής — λευκωτής, ὁ (Α) [λευκώ] αυτός που επιχρίει κάτι με άσπρο κονίαμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”